καθαλάτωση

καθαλάτωση
η
εναπόθεση ασβεστούχων και άλλων αλάτων στα εσωτερικά τοιχώματα τών ατμολεβήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. incrustation < λατ. incrustatio, -onis «εναπόθεση, ίζημα». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”